πολύκωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύκωπος:''' -ον (κωπή), αυτός που έχει [[πολλά]] [[κουπιά]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''πολύκωπος:''' -ον (κωπή), αυτός που έχει [[πολλά]] [[κουπιά]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύκωπος -ον [πολύς, κώπη] met veel roeiriemen. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A many-oared, ὄχημα ναός S.Tr.656 (lyr.); σκάφος E.IT981; [πλοῖον] PGrenf.2.80.11 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 665] vielruderig; σκάφος, Eur. I. T. 981; ὄχημα ναός, Soph. Trach. 653.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκωπος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς κώπας, Σοφ. Τρ. 656, Εὐρ. Ι. Τ. 981.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses rames.
Étymologie: πολύς, κώπη.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύκωπος, -ον, ΝΑ
(για πλοίο) αυτός που έχει πολλά κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. μονό-κωπος].
Greek Monotonic
πολύκωπος: -ον (κωπή), αυτός που έχει πολλά κουπιά, σε Σοφ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκωπος -ον [πολύς, κώπη] met veel roeiriemen.