περικρεμής: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
(32)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[περικρεμάννυμι]]<br /><b>1.</b> αναρτημένος [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κάτι]] κρεμασμένο [[γύρω]] [[γύρω]] («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=-ές, Α [[περικρεμάννυμι]]<br /><b>1.</b> αναρτημένος [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κάτι]] κρεμασμένο [[γύρω]] [[γύρω]] («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=περικρεμής -ές [περί, κρεμάννυμι] volgehangen met, behangen met, met dat.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρεμής Medium diacritics: περικρεμής Low diacritics: περικρεμής Capitals: ΠΕΡΙΚΡΕΜΗΣ
Transliteration A: perikremḗs Transliteration B: perikremēs Transliteration C: perikremis Beta Code: perikremh/s

English (LSJ)

ές,

   A hanging, cj. for περικρατές in Opp.H.4.541.    II c. dat., hung round with, ἀγάλμασι Luc.Trag.142.

German (Pape)

[Seite 581] ές, darum od. daran hangend, ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι, Luc. Tragodop. 141, ein Tempel, in welchem Geschenke aufgehängt sind.

Greek (Liddell-Scott)

περικρεμής: -ές, ἔχων κρεμάμενα ὁλόγυρα …, ἀναθήμασι Λουκ. Τραγῳδοποδ. 141.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rempli de choses suspendues.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

-ές, Α περικρεμάννυμι
1. αναρτημένος γύρω από κάτι
2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικρεμής -ές [περί, κρεμάννυμι] volgehangen met, behangen met, met dat.