πρώταρχος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρώταρχος:''' ὁ, [[πρώτος]], [[αρχικός]], <i>πρ. ἄτα</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πρώταρχος:''' ὁ, [[πρώτος]], [[αρχικός]], <i>πρ. ἄτα</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρώταρχος -ον [πρῶτος, ἄρχω] oorspronkelijk:. π. ἄτη oorspronkelijke misdaad Aeschl. Ag. 1192. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A primal, ἄτη A.Ag.1192.
German (Pape)
[Seite 804] zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.
Greek (Liddell-Scott)
πρώταρχος: ὁ, ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχικός, πρ. ἄτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1192.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui marque le commencement d’une chose.
Étymologie: πρῶτος, ἄρχω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ
ο πρώτος, ο αρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -αρχος].
Greek Monotonic
πρώταρχος: ὁ, πρώτος, αρχικός, πρ. ἄτα, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώταρχος -ον [πρῶτος, ἄρχω] oorspronkelijk:. π. ἄτη oorspronkelijke misdaad Aeschl. Ag. 1192.