τροφεῖα: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροφεῖα:''' τά ([[τροφεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αμοιβή]] που δίδεται στην ή στον τροφό, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> βίου [[τροφεῖα]], [[τρόπος]] ζωής κάποιου, [[τροφή]], σε Σοφ.· [[τροφεῖα]] [[ματρός]], το μητρικό [[γάλα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τροφεῖα:''' τά ([[τροφεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αμοιβή]] που δίδεται στην ή στον τροφό, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> βίου [[τροφεῖα]], [[τρόπος]] ζωής κάποιου, [[τροφή]], σε Σοφ.· [[τροφεῖα]] [[ματρός]], το μητρικό [[γάλα]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=τροφεῖα -ων, τά [τροφεύς] voedsterloon, loon voor verzorging van kinderen:. θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί bij zijn dood zal hij zijn voedsterloon volledig betalen aan de aarde Aeschl. Sept. 477; ποῖα τροφεῖα ἀνταποδούς wat voor voedsterloon in ruil gegeven hebbend Lys. 6.49. voeding, levensonderhoud:. τἄξω βίου τροφεῖα πορσύνουσι zij (de vrouwen) zorgen voor het levensonderhoud buitenshuis Soph. OC 341.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφεῖα Medium diacritics: τροφεῖα Low diacritics: τροφεία Capitals: ΤΡΟΦΕΙΑ
Transliteration A: tropheîa Transliteration B: tropheia Transliteration C: trofeia Beta Code: trofei=a

English (LSJ)

τά,

   A pay for rearing and bringing up, wages of a nurse, θανὼν τ. πληρώσει χθονί A.Th.477; [πορσῦναι] E.El.626; ἀποδοῦναι, ἐκτίνειν, Id.Ion 852, Pl.R.520b; prov., κριὸς τὰ τ. (sc. ἀπέτεισεν) Men.905; ἀνταποδοῦναι Lys.6.49, cf. IG5(2).345.7 (Orchom. Arc., ii/i B. C.), POxy.37.10 (i A. D.); πράξασθαι D.S.9.13.    II βίου τ. one's living, food, S.OC341; τ. ματρός mother's milk, E.Ion 1493 (lyr.).    III fodder, BGU912.19 (i A. D.), PAmh.2.143.5 (iv A. D.).    IV maintenance, board, paid in money or kind, PEleph. 3.2, al. (iii B. C.), PMich.Teb.121v vii 7, al. (i A. D.), PRyl.153.4 (ii A. D.); paid to a wet-nurse, BGU1106.38,47 (i B. C.), PGrenf.2.75.5 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τροφεῖα: τά, (τροφεύω) ἀμοιβὴ διδομένη εἰς τὴν τροφὸν ἢ τὸν τροφέα, θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 477· πορσύνειν Εὐρ. Ἠλ. 626· ἀποδοῦναι, ἐκτίνειν, ἀποτίνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 582, Πλάτ. Πολ. 520Β, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 333· ἀνταποδοῦναι Λυσί. 107. 32· πράξασθαι Διοδ. Ἐκλογ. 552. 94. ΙΙ. βίου τροφεῖα, ὡς τὸ τροφή, Σοφ. Ο. Κ. 341· τροφεῖα ματρός, μητρικὸν γάλα, Εὐρ. Ἴων 1493.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
1 frais de nourriture ou d’éducation;
2 ce qui procure de la nourriture, ce qui fait vivre, nourriture, subsistance.
Étymologie: τρέφω.

Greek Monotonic

τροφεῖα: τά (τροφεύω
I. αμοιβή που δίδεται στην ή στον τροφό, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. βίου τροφεῖα, τρόπος ζωής κάποιου, τροφή, σε Σοφ.· τροφεῖα ματρός, το μητρικό γάλα, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφεῖα -ων, τά [τροφεύς] voedsterloon, loon voor verzorging van kinderen:. θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί bij zijn dood zal hij zijn voedsterloon volledig betalen aan de aarde Aeschl. Sept. 477; ποῖα τροφεῖα ἀνταποδούς wat voor voedsterloon in ruil gegeven hebbend Lys. 6.49. voeding, levensonderhoud:. τἄξω βίου τροφεῖα πορσύνουσι zij (de vrouwen) zorgen voor het levensonderhoud buitenshuis Soph. OC 341.