πεδότριψ: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(3b)
(nl)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πεδότριψ:''' τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.
|elrutext='''πεδότριψ:''' τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.
}}
{{elnl
|elnltext=πεδότριψ -ῐβος [πέδη, τρίβω] als adj. voetboeien verslijtend.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 542] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.

Greek (Liddell-Scott)

πεδότριψ: -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, (πέδη, τρίβω) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, πέδων, -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ πέδων, ὁ αὐτὸς καὶ ὀψιπέδων» Φώτ.· πρβλ. τριπέδων, κέντρων.

French (Bailly abrégé)

ιβος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui use les entraves (à force de les porter) càd mauvais esclave.
Étymologie: πέδη, τρίβω.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + -τριψ, -βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό-τριψ].

Russian (Dvoretsky)

πεδότριψ: τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδότριψ -ῐβος [πέδη, τρίβω] als adj. voetboeien verslijtend.