προδότις: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προδότις:''' -ιδος, θηλ. του [[προδότης]], [[προδότρια]], σε Ευρ.
|lsmtext='''προδότις:''' -ιδος, θηλ. του [[προδότης]], [[προδότρια]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προδότις -ιδος, ἡ [προδίδωμι] verraadster:. πατρός τε καὶ γῆς π. verraadster van vader en vaderland Eur. Med. 1332.
}}
}}

Revision as of 10:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδότις Medium diacritics: προδότις Low diacritics: προδότις Capitals: ΠΡΟΔΟΤΙΣ
Transliteration A: prodótis Transliteration B: prodotis Transliteration C: prodotis Beta Code: prodo/tis

English (LSJ)

ιδος, fem. of προδότης,

   A betrayer, E.Hel.834, 1148(lyr.), Ar.Th.393, Com.Adesp. 595; γῆς, φίλων, E.Med.1332, Hel.931.

German (Pape)

[Seite 717] ιδος, ἡ, tem. von προδότης, Verrätherinn; Eur. Med. 1332 u. öfter; προδότιδες, Ar. Thesm. 393; Anacr. 57, 20.

Greek (Liddell-Scott)

προδότις: -ιδος, θηλ. τοῦ προδότης, ἡ προδίδουσα, Εὐρ. Μήδ. 1332, Ἑλ. 834, 951, 1148, Ἀριστοφ. Θεσμ. 593.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de προδότης.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
βλ. προδότης.

Greek Monotonic

προδότις: -ιδος, θηλ. του προδότης, προδότρια, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προδότις -ιδος, ἡ [προδίδωμι] verraadster:. πατρός τε καὶ γῆς π. verraadster van vader en vaderland Eur. Med. 1332.