συνδιαθερμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[διαθερμαίνω]]<br />[[θερμαίνω]] [[κάτι]] σε όλη του τη [[μάζα]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]. | |mltxt=ΜΑ [[διαθερμαίνω]]<br />[[θερμαίνω]] [[κάτι]] σε όλη του τη [[μάζα]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-διαθερμαίνω tegelijk door en door verwarmen. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A warm thoroughly together, Hp.Morb.1.24.
German (Pape)
[Seite 1007] mit od. zugleich durchwärmen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαθερμαίνω: διαθερμαίνω ὁμοῦ, Ἱππ. 458. 10.
Greek Monolingual
ΜΑ διαθερμαίνω
θερμαίνω κάτι σε όλη του τη μάζα μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
ΜΑ διαθερμαίνω
θερμαίνω κάτι σε όλη του τη μάζα μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
ΜΑ διαθερμαίνω
θερμαίνω κάτι σε όλη του τη μάζα μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διαθερμαίνω tegelijk door en door verwarmen.