πολύρρην: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(33) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ηνος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] ποίμνια, [[πολλά]] πρόβατα («ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αμάρτυρος]] τ. <i>ῥήν</i> «[[ποίμνιο]]» (που μαρτυρείται στην αιτ. <i>ῥῆνα</i>)]. | |mltxt=-ηνος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] ποίμνια, [[πολλά]] πρόβατα («ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αμάρτυρος]] τ. <i>ῥήν</i> «[[ποίμνιο]]» (που μαρτυρείται στην αιτ. <i>ῥῆνα</i>)]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύρρην -ηνος [πολύς, ἀρήν] dat. πολύαρνι, rijk aan lammeren. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ηνος, (ἀρήν)
A rich in lambs, Carm.Naupact.2 (EGFp.199K.): dat.sg. -ρρηνι Hsch. (-ρρήνη cod.): nom. pl. -ρρηνες, ἄνδρες Il.9.154,296, Hes.Fr.134.3, cf. Theoc. 25.117: the older dat. of πολύρρην ( Πολύ-ϝρην) is πολύαρνι (from *πολύ-ϝṛνι) Il.2.106 (-ϝρην is to -ϝṛν-ι as πατήρ to πατρ-ί).
French (Bailly abrégé)
ηνος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui est riche en agneaux, p. suite en troupeaux.
Étymologie: πολύς, *ῥήν.
English (Autenrieth)
and πολύρρηνος (ϝρην, ϝάρνα): rich in sheep, Il. 9.154 and 296.
Greek Monolingual
-ηνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αμάρτυρος τ. ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρρην -ηνος [πολύς, ἀρήν] dat. πολύαρνι, rijk aan lammeren.