προτελέω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προτελέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πληρώνω]] ως [[φόρο]] αίματος ή [[φόρο]] υποτέλειας, και γενικά [[πληρώνω]] ή [[δαπανώ]] εκ των προτέρων, [[προκαταβάλλω]], <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μυώ αρχικά, σε Λουκ.
|lsmtext='''προτελέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πληρώνω]] ως [[φόρο]] αίματος ή [[φόρο]] υποτέλειας, και γενικά [[πληρώνω]] ή [[δαπανώ]] εκ των προτέρων, [[προκαταβάλλω]], <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μυώ αρχικά, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-τελέω act. vooruit betalen, geld voorschieten. pass. ingewijd worden.
}}
}}

Revision as of 10:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτελέω Medium diacritics: προτελέω Low diacritics: προτελέω Capitals: ΠΡΟΤΕΛΕΩ
Transliteration A: proteléō Transliteration B: proteleō Transliteration C: proteleo Beta Code: protele/w

English (LSJ)

   A pay or expend beforehand, τι ἡμῖν X.An.7.7.25, cf. Ages.1.18; ἀφ' οὗ ἂν π. εἰς τὴν ἀφορμήν Id.Vect.3.9; τι πρὸς τὰς θυσίας Luc.Philops.14: lend, c. dat., Democr.255:—Pass., POxy.279.12 (i A.D.), etc.    II initiate or instruct beforehand, Luc.Rh.Pr.14 (Pass.); ψυχὴ ὥσπερ ἐν ἱεροῖς -τελεῖται Aristid.1.97 J.    III accomplish before, κάθαρσίν τινα Alciphr.2.4; τὰ -τετελεσμένα ἔργα Ph.Byz. Mir.4.5.

German (Pape)

[Seite 791] (s. τελέω), vorher zollen, zahlen; Xen. Ages. 1, 18, οὐδὲν προτελέσαντες οἱ φίλοι αὐτοῦ παμπληθῆ χρήματα ἔλαβον; vgl. Vect. 3, 10; vorher einweihen, einrichten, ἔδει προτελέσαι τι, Luc. Philops. 14; εἰ μὴ προετελέσθης, rhet. praec. 14; a. Sp. – Ueberh. anfangen, bes. den Unterricht, den Grund dazu legen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προτελέω: μέλλ. -έσω, πληρώνω ὡς φόρον, καὶ καθόλου πληρώνω ἢ δαπανῶ ἐκ τῶν προτέρων, τινί τι Ξεν. Ἀνάβ. 7. 7, 25, πρβλ. Ἀγησ. 1, 18 ἔκ τινος πρ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 9, Λουκ. Φιλοψ. 14· - πρβλ. προστελέω. ΙΙ. μυῶ ἢ διδάσκω πρότερον, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 14, ἐν τῷ Παθ. ΙΙΙ. ἐκτελῶ πρότερον, κάθαρσίν τινα Ἀλκίφρων 2. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
payer d’avance ou auparavant : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: πρό, τελέω.

Spanish

consagrar con anterioridad

Greek Monotonic

προτελέω: μέλ. -έσω,
I. πληρώνω ως φόρο αίματος ή φόρο υποτέλειας, και γενικά πληρώνω ή δαπανώ εκ των προτέρων, προκαταβάλλω, τί τινι, σε Ξεν.
II. μυώ αρχικά, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-τελέω act. vooruit betalen, geld voorschieten. pass. ingewijd worden.