παλιμμήκης: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰλιμμήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[διπλάσιος]] στο [[μήκος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πᾰλιμμήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[διπλάσιος]] στο [[μήκος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παλιμμήκης -ες [πάλιν, μῆκος] dubbel zo lang:. χρόνος tijd Aeschl. Ag. 196. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A as long again, doubly long, χρόνος A.Ag.196 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 448] χρόνος, doppelt, noch einmal so lang, Aesch. Ag. 189.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμμήκης: -ες, ἄλλο τόσον μακρός, διπλάσιος τὸ μῆκος, χρόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 196.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de double longueur.
Étymologie: πάλιν, μῆκος.
Greek Monolingual
παλιμμήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει άλλο τόσο μήκος, διπλάσιος στο μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -μήκης (< μῆκος)].
Greek Monotonic
πᾰλιμμήκης: -ες (μῆκος), διπλάσιος στο μήκος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιμμήκης -ες [πάλιν, μῆκος] dubbel zo lang:. χρόνος tijd Aeschl. Ag. 196.