κατατριακοντουτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(19)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατατριακοντουτίζω]] (Α)<br />κωμική λ. του <b>Αριστοφ.</b> (Ἱππῆς 1391), ο [[οποίος]] αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές του 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό [[λογοπαίγνιο]] με τις λ. [[κατακοντίζω]], δηλ. [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]] [[πέρα]] [[πέρα]], εντελώς, συνουσιάζομαι, και <i>τριακοντούτιδες</i> («ἔξεστιν κατατριακοντουτίσαι;» — επιτρέπεται να τίς περάσει [[κανείς]] [[τριάντα]] φορές; <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριακοντούτις]] <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-[[ακοντίζω]] με συμφυρμό].
|mltxt=[[κατατριακοντουτίζω]] (Α)<br />κωμική λ. του <b>Αριστοφ.</b> (Ἱππῆς 1391), ο [[οποίος]] αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές του 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό [[λογοπαίγνιο]] με τις λ. [[κατακοντίζω]], δηλ. [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]] [[πέρα]] [[πέρα]], εντελώς, συνουσιάζομαι, και <i>τριακοντούτιδες</i> («ἔξεστιν κατατριακοντουτίσαι;» — επιτρέπεται να τίς περάσει [[κανείς]] [[τριάντα]] φορές; <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριακοντούτις]] <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-[[ακοντίζω]] με συμφυρμό].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τριακοντουτίζω [κατά, τριακοντοῦτις] kom. seks. dertig jaar plezier hebben van, met gen.: ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; mogen wij dertig jaar plezier van hen (de vredesmeisjes) hebben? Aristoph. Eq. 1391.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

English (LSJ)

Com. word in Ar.Eq.1391, alluding to the σπονδαὶ τριακοντούτιδες, personified upon the stage as courtesans, with an obscene pun upon ἀκοντίζω (i.e. περαίνω).

Greek (Liddell-Scott)

κατατριᾱκοντουτίζω: κωμικὴ λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1391, ἀναφερομένη εἰς τὰς σπονδὰς τριακοντούτιδας, ἃς ὁ ποιητὴς εἶχε παρουσιάσας προσωποποιουμένας ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὡς ἑταίρας μετ’ αἰσχροῦ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ἀκοντίζω (ὅ ἐστι περαίνω)· ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; ὁ Σχολ. «εἰς συνουσίαν αὐτὰς λαβεῖν;»

Greek Monolingual

κατατριακοντουτίζω (Α)
κωμική λ. του Αριστοφ. (Ἱππῆς 1391), ο οποίος αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές του 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό λογοπαίγνιο με τις λ. κατακοντίζω, δηλ. διατρυπώ, διαπερνώ πέρα πέρα, εντελώς, συνουσιάζομαι, και τριακοντούτιδες («ἔξεστιν κατατριακοντουτίσαι;» — επιτρέπεται να τίς περάσει κανείς τριάντα φορές; Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντούτις + κατ-ακοντίζω με συμφυρμό].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τριακοντουτίζω [κατά, τριακοντοῦτις] kom. seks. dertig jaar plezier hebben van, met gen.: ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; mogen wij dertig jaar plezier van hen (de vredesmeisjes) hebben? Aristoph. Eq. 1391.