κορώνεως: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(21)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορώνεως]], -ω, ἡ (Α)<br />[[συκιά]] που έχει [[χρώμα]] κουρούνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εως</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κανθάρ</i>-<i>εως</i>, <i>χελιδόν</i>-<i>εως</i>)].
|mltxt=[[κορώνεως]], -ω, ἡ (Α)<br />[[συκιά]] που έχει [[χρώμα]] κουρούνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εως</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κανθάρ</i>-<i>εως</i>, <i>χελιδόν</i>-<i>εως</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=κορώνεως -ω, ὁ [κορώνη] zwarte vijg.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορώνεως Medium diacritics: κορώνεως Low diacritics: κορώνεως Capitals: ΚΟΡΩΝΕΩΣ
Transliteration A: korṓneōs Transliteration B: korōneōs Transliteration C: koroneos Beta Code: korw/news

English (LSJ)

(sc. συκῆ), ἡ,

   A a fig of raven-grey colour, Ar.Pax628.

Greek (Liddell-Scott)

κορώνεως: -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα χρῶμα κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. κοράκεως. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κορώνεως· ἀμπέλου ἢ συκῆς εἶδος».

French (Bailly abrégé)

ω;
adj. f.
à fruits noirs (figuier, raisin).
Étymologie: κορώνη¹.

Greek Monolingual

κορώνεως, -ω, ἡ (Α)
συκιά που έχει χρώμα κουρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα -εως (πρβλ. κανθάρ-εως, χελιδόν-εως)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορώνεως -ω, ὁ [κορώνη] zwarte vijg.