παράρθρησις: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παράρθρησις:''' εως ἡ вывих Plut. | |elrutext='''παράρθρησις:''' εως ἡ вывих Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράρθρησις -εως, ἡ [παραρθρέω] ontwrichting. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2 ; subluxation, Gal.6.870.
German (Pape)
[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.
Greek (Liddell-Scott)
παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
légère luxation.
Étymologie: παρά, ἄρθρον.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α παραρθρώ
1. εξάρθρωση
2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα.
Russian (Dvoretsky)
παράρθρησις: εως ἡ вывих Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράρθρησις -εως, ἡ [παραρθρέω] ontwrichting.