καταχορηγέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
(5)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξοδεύω]] ως [[χορηγός]]· γενικά, [[σκορπώ]] γενναιόδωρα, [[διασπαθίζω]], [[διασκορπίζω]], [[ξοδεύω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταχορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξοδεύω]] ως [[χορηγός]]· γενικά, [[σκορπώ]] γενναιόδωρα, [[διασπαθίζω]], [[διασκορπίζω]], [[ξοδεύω]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-χορηγέω als choreeg bekostigen; uitbr. rijkelijk uitgeven:. ἄργυρος ἀφειδῶς καταχορηγηθείς met geld was overvloedig gesmeten Plut. Br. 38.6.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχορηγέω Medium diacritics: καταχορηγέω Low diacritics: καταχορηγέω Capitals: ΚΑΤΑΧΟΡΗΓΕΩ
Transliteration A: katachorēgéō Transliteration B: katachorēgeō Transliteration C: katachorigeo Beta Code: kataxorhge/w

English (LSJ)

   A lauish as χορηγός, ὑπέρ τινος πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.19.42: generally, spend or contribute lavishly, οὐσίας τισί D.H.3.72; τὰ οἰκεῖα Plu.Lys.9; squander upon, τι εἰς δεῖπνα Id.Eum. 13; εἰς τὸ θέατρον Id.2.348f; κ. τοῖς στρατεύμασιν ἀφειδῶς τῶν χρημάτων Id.Cat.Ma.3.

Greek (Liddell-Scott)

καταχορηγέω: δαψιλῶς δαπανῶ ὡς χορηγὸς ἢ ἐν τῇ χορηγίᾳ, ὑπέρ τινος Λυσ. 155. 33˙ καθόλου, δαπανῶ δαψιλῶς, καταδαπανῶ, σπαταλῶ εἴς τι, τί τινι Διον. Ἁλ. 3. 72˙ κ. τὰ οἰκεῖα Πλουτ. Λύσ. 9˙ τι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 13˙ τὰ τῶν στρατευμάτων ἐφόδια καταχορηγοῦντες εἰς τὸ θέατρον ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. 348˙ πρβλ. καταλειτουργέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 dépenser en frais de chorégie;
2 dépenser, gaspiller, acc..
Étymologie: κατά, χορηγέω.

Greek Monotonic

καταχορηγέω: μέλ. -ήσω, ξοδεύω ως χορηγός· γενικά, σκορπώ γενναιόδωρα, διασπαθίζω, διασκορπίζω, ξοδεύω, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χορηγέω als choreeg bekostigen; uitbr. rijkelijk uitgeven:. ἄργυρος ἀφειδῶς καταχορηγηθείς met geld was overvloedig gesmeten Plut. Br. 38.6.