προθεραπεύω: Difference between revisions
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προθερᾰπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιποιούμαι]] από [[πριν]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προθερᾰπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιποιούμαι]] από [[πριν]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-θεραπεύω vooraf bewerken, overdr.. π. τοὺς δυνατούς de machtigen voor zich te winnen Plut. Alc. 25.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A prepare beforehand, ἔρια (for dyeing) Pl.R.429e; π. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατήν Ulp.Proll.D.; τῇ ῥητορικῇ Aristid.2.104 J.:— Pass., Thphr.HP7.3.5. II court beforehand, τινα J.AJ6.14.4; τοὺς δυνατούς Plu.Alc.25: metaph., π. ἐλπίδα οἷα πυλωρόν Ph.2.3. III Medic., treai first, Ruf.Fr.72 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 723] vorher bedienen, besorgen, vorbereiten; Plat. Rep. VI, 429 e; Plut. Alc. 25.
Greek (Liddell-Scott)
προθεραπεύω: προπαρασκευάζω, ἔρια (πρὸς βαφὴν) Πλάτ. Πολ. 429Ε· πρ. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατὴν Οὐλπ. προλεγ. εἰς Δημ. ΙΙ. περιποιοῦμαι προηγουμένως, τοὺς δυνατοὺς Πλουτ. Ἀλκ. 25.
French (Bailly abrégé)
1 préparer en vue de;
2 user à l’avance de ménagements envers, acc..
Étymologie: πρό, θεραπεύω.
Greek Monolingual
Α
1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω
2. κολακεύω προηγουμένως («τοῡ δήμου προθεραπεύειν καὶ ὑποδύεσθαι τοὺς δυνατούς», Πλούτ.)
3. θεραπεύω προηγουμένως.
Greek Monotonic
προθερᾰπεύω: μέλ. -σω,
I. ετοιμάζω από πριν, σε Πλάτ.
II. περιποιούμαι από πριν, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-θεραπεύω vooraf bewerken, overdr.. π. τοὺς δυνατούς de machtigen voor zich te winnen Plut. Alc. 25.6.