παράγωγος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(30)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράγωγος]], -ον, ΝΜΑ [[παράγω]]<br /><b>γραμμ.</b> ([[ιδίως]] για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την [[προσθήκη]] παραγωγικής κατάληξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται από άλλον<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παράγωγο</i><br /><i>i</i>) <b>χημ.</b> [[ένωση]] η οποία προέρχεται από [[άλλη]] με την [[αντικατάσταση]] υδρογόνου ή ομάδας ατόμων από άλλα άτομα ή ρίζες [[χωρίς]] [[μεταβολή]] τών αρχικών ιδιοτήτων («η [[βενζίνη]] [[είναι]] παράγωγο του πετρελαίου»)<br />ii) <b>γλωσσ.</b> [[λέξη]] που παράγεται από [[άλλη]]<br />iii) <b>(οικον.)</b> [[υποπροϊόν]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παράγωγος]] συνάρτησης»<br /><b>μαθ.</b> διαφορική [[αναλογία]] της μεταβολής μιας συνάρτησης σε [[σχέση]] με μια ανεξάρτητη μεταβλητή της<br />β) «[[παράγωγος]] συνόλου» — το [[σύνολο]] τών σημείων συσσώρευσης ενός συνόλου<br />γ) «[[παράγωγος]] συνάρτησης μερική»<br /><b>μαθημ.</b> [[παράγωγος]] μιας συνάρτησης πολλών μεταβλητών ως [[προς]] μερικές από αυτές<br />δ) «νιοστή [[παράγωγος]] συνάρτησης»<br /><b>μαθημ.</b> [[συνάρτηση]] που προκύπτει από την [[παραγώγιση]] μιας συνάρτησης [[κατά]] <i>ν</i> φορές<br />ε) «πλευρική [[παράγωγος]] συνάρτησης»<br /><b>μαθημ.</b> το όριο του λόγου της μεταβολής μιας συνάρτησης [[προς]] τη [[μεταβολή]] μιας ανεξάρτητης μεταβλητής της, όταν αυτή τείνει πλευρικά [[προς]] έναν σταθερό αριθμό, [[είτε]] από [[δεξιά]] ([[δεξιά]] [[παράγωγος]]) [[είτε]] από αριστερά (αριστερή [[παράγωγος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται με [[ευκολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παρωδία]].
|mltxt=-η, -ο / [[παράγωγος]], -ον, ΝΜΑ [[παράγω]]<br /><b>γραμμ.</b> ([[ιδίως]] για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την [[προσθήκη]] παραγωγικής κατάληξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται από άλλον<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παράγωγο</i><br /><i>i</i>) <b>χημ.</b> [[ένωση]] η οποία προέρχεται από [[άλλη]] με την [[αντικατάσταση]] υδρογόνου ή ομάδας ατόμων από άλλα άτομα ή ρίζες [[χωρίς]] [[μεταβολή]] τών αρχικών ιδιοτήτων («η [[βενζίνη]] [[είναι]] παράγωγο του πετρελαίου»)<br />ii) <b>γλωσσ.</b> [[λέξη]] που παράγεται από [[άλλη]]<br />iii) <b>(οικον.)</b> [[υποπροϊόν]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παράγωγος]] συνάρτησης»<br /><b>μαθ.</b> διαφορική [[αναλογία]] της μεταβολής μιας συνάρτησης σε [[σχέση]] με μια ανεξάρτητη μεταβλητή της<br />β) «[[παράγωγος]] συνόλου» — το [[σύνολο]] τών σημείων συσσώρευσης ενός συνόλου<br />γ) «[[παράγωγος]] συνάρτησης μερική»<br /><b>μαθημ.</b> [[παράγωγος]] μιας συνάρτησης πολλών μεταβλητών ως [[προς]] μερικές από αυτές<br />δ) «νιοστή [[παράγωγος]] συνάρτησης»<br /><b>μαθημ.</b> [[συνάρτηση]] που προκύπτει από την [[παραγώγιση]] μιας συνάρτησης [[κατά]] <i>ν</i> φορές<br />ε) «πλευρική [[παράγωγος]] συνάρτησης»<br /><b>μαθημ.</b> το όριο του λόγου της μεταβολής μιας συνάρτησης [[προς]] τη [[μεταβολή]] μιας ανεξάρτητης μεταβλητής της, όταν αυτή τείνει πλευρικά [[προς]] έναν σταθερό αριθμό, [[είτε]] από [[δεξιά]] ([[δεξιά]] [[παράγωγος]]) [[είτε]] από αριστερά (αριστερή [[παράγωγος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται με [[ευκολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παρωδία]].
}}
{{elnl
|elnltext=παράγωγος -ον [παράγω] beweeglijk.
}}
}}

Revision as of 11:12, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

παράγωγος: -ον, ἴδε παραγωγὸς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on masse pour le replacer ou le déplacer en parl. d’un os;
2 t. de gramm. dérivé.
Étymologie: παράγω.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράγωγος, -ον, ΝΜΑ παράγω
γραμμ. (ιδίως για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την προσθήκη παραγωγικής κατάληξης
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται από άλλον
2. το ουδ. ως ουσ. το παράγωγο
i) χημ. ένωση η οποία προέρχεται από άλλη με την αντικατάσταση υδρογόνου ή ομάδας ατόμων από άλλα άτομα ή ρίζες χωρίς μεταβολή τών αρχικών ιδιοτήτων («η βενζίνη είναι παράγωγο του πετρελαίου»)
ii) γλωσσ. λέξη που παράγεται από άλλη
iii) (οικον.) υποπροϊόν
3. φρ. α) «παράγωγος συνάρτησης»
μαθ. διαφορική αναλογία της μεταβολής μιας συνάρτησης σε σχέση με μια ανεξάρτητη μεταβλητή της
β) «παράγωγος συνόλου» — το σύνολο τών σημείων συσσώρευσης ενός συνόλου
γ) «παράγωγος συνάρτησης μερική»
μαθημ. παράγωγος μιας συνάρτησης πολλών μεταβλητών ως προς μερικές από αυτές
δ) «νιοστή παράγωγος συνάρτησης»
μαθημ. συνάρτηση που προκύπτει από την παραγώγιση μιας συνάρτησης κατά ν φορές
ε) «πλευρική παράγωγος συνάρτησης»
μαθημ. το όριο του λόγου της μεταβολής μιας συνάρτησης προς τη μεταβολή μιας ανεξάρτητης μεταβλητής της, όταν αυτή τείνει πλευρικά προς έναν σταθερό αριθμό, είτε από δεξιά (δεξιά παράγωγος) είτε από αριστερά (αριστερή παράγωγος)
αρχ.
1. αυτός που μετακινείται με ευκολία
2. αυτός που γίνεται κατά παρωδία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράγωγος -ον [παράγω] beweeglijk.