Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιπληκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπληκτικός]], -ή, -όν) [[επιπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται για [[επίπληξη]], που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό [[έγγραφο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για επικρίσεις, ο [[φιλόνικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπληκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με [[λόγια]] που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπληκτικός]], -ή, -όν) [[επιπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται για [[επίπληξη]], που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό [[έγγραφο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για επικρίσεις, ο [[φιλόνικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπληκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με [[λόγια]] που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπληκτικός:''' склонный к порицанию, придирчивый Diog. L.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπληκτικός Medium diacritics: ἐπιπληκτικός Low diacritics: επιπληκτικός Capitals: ΕΠΙΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epiplēktikós Transliteration B: epiplēktikos Transliteration C: epipliktikos Beta Code: e)piplhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to rebuking, D.L.4.63. Adv. -κῶς D.S. 17.114, Sch.E.Med.967.

German (Pape)

[Seite 970] ή, όν, zum Strafen, Tadeln geneigt; Schol. Soph. Tr. 446; D. L. 4, 63; Clem. Al.; adv., D. Sic. 17, 114.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπληκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπιπλήττῃ, δεινῶς τε ἦν ἐπιπληκτικὸς Διογ. Λ. 4. 63, Κλήμ. Ἀλ. 144. - Ἐπίρρ. -κῶς, γράψαι πρὸς αὐτὴν ἐπιπληκτικῶς Διόδ. 17. 114.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιπληκτικός, -ή, -όν) επιπλήσσω
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται για επίπληξη, που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό έγγραφο»)
αρχ.
αυτός που του αρέσουν ή που είναι κατάλληλος για επικρίσεις, ο φιλόνικος.
επίρρ...
επιπληκτικώς και -ά
με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με λόγια που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπληκτικός: склонный к порицанию, придирчивый Diog. L.