ματία: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰτία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[μάτη]]), [[μάταια]], άσκοπη [[προσπάθεια]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''μᾰτία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[μάτη]]), [[μάταια]], άσκοπη [[προσπάθεια]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰτία:''' ион. [[ματίη|μᾰτίη]] ἡ заблуждение, безрассудство Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (μάτη)
A vain attempt, bootless enterprise, ἡμετέρῃ ματίῃ Od.10.79. 2 folly, error, A.R.1.805, 4.367.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰτία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μάτη) ματαία ἐπιχείρησις, ἀνωφελής, ἄκαρπος ἐπιχείρησις, ἡμετέρῃ ματίῃ Ὀδ. Κ. 79· ― ἀφροσύνη, πλάνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805., Δ. 367.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 entreprise vaine;
2 erreur, folie.
Étymologie: μάτη.
Greek Monolingual
ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α)
1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια
2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. -ία].
Greek Monotonic
μᾰτία: Ιων. -ίη, ἡ (μάτη), μάταια, άσκοπη προσπάθεια, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰτία: ион. μᾰτίη ἡ заблуждение, безрассудство Hom.