δημίζω: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δημίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δῆμος]]), λαϊκίζω, [[προσποιούμαι]] [[λαϊκότητα]], [[εξαπατώ]] το λαό, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δημίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δῆμος]]), λαϊκίζω, [[προσποιούμαι]] [[λαϊκότητα]], [[εξαπατώ]] το λαό, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δημίζω:''' подлаживаться или льстить народу Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A pose as 'friend of the people', Ar.V.699.
German (Pape)
[Seite 562] es mit dem Volke halten, auch = es betrügen, Ar. Vesp. 699.
Greek (Liddell-Scott)
δημίζω: προσποιοῦμαι τὸν δημοτικόν, ἀπατῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 699.
French (Bailly abrégé)
chercher à se rendre populaire.
Étymologie: δῆμος.
Spanish (DGE)
hacerse pasar por amigo del pueblo ὑπὸ τῶν ἀεὶ δημιζόντων οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι no sé de qué manera estás cercado por los ‘amigos del pueblo’ de turno Ar.V.699.
Greek Monolingual
δημίζω (Α) δήμος
επιδεικνύομαι ως φίλος του δήμου, του λαού.
Greek Monotonic
δημίζω: μέλ. -σω (δῆμος), λαϊκίζω, προσποιούμαι λαϊκότητα, εξαπατώ το λαό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δημίζω: подлаживаться или льстить народу Arph.