τιθηνός: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῐθηνός:''' -όν (*θάω, με αναδιπλ.) [[τροφός]], <i>πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς</i>, ανταποδίδοντάς [[σου]] τις φροντίδες περίθαλψής, για τους κόπους που κατέβαλες για τη δική μου [[περίθαλψη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''τῐθηνός:''' -όν (*θάω, με αναδιπλ.) [[τροφός]], <i>πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς</i>, ανταποδίδοντάς [[σου]] τις φροντίδες περίθαλψής, για τους κόπους που κατέβαλες για τη δική μου [[περίθαλψη]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῐθηνός:''' <b class="num">I</b> ὁ и ἡ кормилец, кормилица или воспитатель(ница) Pind., Plut.<br />питающий (τροφαί Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
όν, (θῆσθαι)
A nursing, χθών Lyc.1398; πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς repaying thee nurture for thy nursing labours, i.e. rewarding thee for thy trouble in nursing me, E.IA1230. II Subst. τιθηνός, ὁ, one who nurses or brings up, foster-father, LXX Nu. 11.12, al., Nic.Al.31, Orph.H.54.1, etc.; τ. τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως Sammelb.1568.2 (ii B.C.): also τιθηνός, ἡ, = τιθήνη, Anon. ap. Longin. 44.2, Plu.2.322c. 2 nursling, παῖδα τιθηνόν IG14.1437.
German (Pape)
[Seite 1113] wartend, nährend, pflegend; πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς, Eur. I. A. 1230; als subst. der Pfleger oder Erzieher, Nic. Al. 31; Plut. Pomp. 77; auch ἡ τιθηνός, Pind. fr. 14.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui allaite, qui nourrit ; qui paie, qui compense, gén..
Étymologie: R. Θα, sucer, avec redoubl. ; cf. τιθήνη, lat. fello ; sur θ‖f, cf. θήρ‖fera, θύρα‖fores.
Greek Monolingual
-όν, Α τιθήνη
1. αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή μικρού παιδιού, τροφός
2. αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις του ή της τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», επιγρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ τιθηνός
άτομο που ασχολείται με την ανατροφή μικρού παιδιού ή αυτός που έχει αναλάβει την επιμέλειά του
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ τιθηνός
παραμάννα μικρού παιδιού, τροφός.
Greek Monotonic
τῐθηνός: -όν (*θάω, με αναδιπλ.) τροφός, πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς, ανταποδίδοντάς σου τις φροντίδες περίθαλψής, για τους κόπους που κατέβαλες για τη δική μου περίθαλψη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τῐθηνός: I ὁ и ἡ кормилец, кормилица или воспитатель(ница) Pind., Plut.
питающий (τροφαί Eur.).