μίσημα: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μίσημα:''' [ῑ], -ατος, τό, [[αντικείμενο]] μίσους, λέγεται για πρόσωπα, [[μίσημα]] [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· με δοτ., [[μίσημα]] πᾶσιν, σε Ευρ.
|lsmtext='''μίσημα:''' [ῑ], -ατος, τό, [[αντικείμενο]] μίσους, λέγεται για πρόσωπα, [[μίσημα]] [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· με δοτ., [[μίσημα]] πᾶσιν, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μίσημα:''' ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσημα Medium diacritics: μίσημα Low diacritics: μίσημα Capitals: ΜΙΣΗΜΑ
Transliteration A: mísēma Transliteration B: misēma Transliteration C: misima Beta Code: mi/shma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A object of hate, of persons, ὦ δύσθεον μ. S.El.289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. Th.186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73: c. dat., μ. πᾶσιν E.Hipp.407.

Greek (Liddell-Scott)

μίσημα: [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: μισέω.

Greek Monolingual

μίσημα, τὸ (Α) μισώ
(για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾱσιν», Ευρ.
β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

μίσημα: [ῑ], -ατος, τό, αντικείμενο μίσους, λέγεται για πρόσωπα, μίσημα ἀνδρῶν καὶ θεῶν, σε Αισχύλ.· με δοτ., μίσημα πᾶσιν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μίσημα: ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).