ἐκσμάω: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκσμάω:''' [[σφουγγίζω]], [[σκουπίζω]] [[καθαρά]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐκσμάω:''' [[σφουγγίζω]], [[σκουπίζω]] [[καθαρά]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκσμάω:''' вытирать (τὰ ποτήρια θεράποντες ἐξέσμων Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A wipe out, τὰ ποτήρια Hdt.3.148.
German (Pape)
[Seite 778] (s. σμάω), aus-, abwischen; τὰ ποτήρια ἐξέσμων Her. 3, 148.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσμάω: ἐκσμήχω, σπογγίζω, ἐξέσμων ποτήρια Ἡρόδ. 3. 148· «ἐξέσμων· ἔσμηχον· καὶ ἔσμων δὲ τὸ αὐτὸ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
essuyer des vases.
Étymologie: ἐκ, σμάω.
Spanish (DGE)
limpiar, pulir ἐξέσμων αὐτά (τὰ ποτήρια) Hdt.3.148.
Greek Monolingual
ἐκσμάω (Α)
σφουγγίζω, ξεπλένω, εξαλείφω («οἱ θεράποντες αὐτοῡ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.).
Greek Monotonic
ἐκσμάω: σφουγγίζω, σκουπίζω καθαρά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσμάω: вытирать (τὰ ποτήρια θεράποντες ἐξέσμων Her.).