προσαναδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472
(34)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[δίνω]] ή [[μοιράζω]] σε κάποιον [[κάτι]] επιπροσθέτως ή [[κατόπιν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναδίδωμι]] «[[διανέμω]] [[ολόγυρα]], [[διαμοιράζω]]»].
|mltxt=Α<br />[[δίνω]] ή [[μοιράζω]] σε κάποιον [[κάτι]] επιπροσθέτως ή [[κατόπιν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναδίδωμι]] «[[διανέμω]] [[ολόγυρα]], [[διαμοιράζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''προσαναδίδωμι:''' <b class="num">1)</b> передавать, вручать (τινι τὴν ἀσπίδα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (дополнительно) раздавать (τι Polyb.).
}}
}}

Revision as of 11:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναδίδωμι Medium diacritics: προσαναδίδωμι Low diacritics: προσαναδίδωμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: prosanadídōmi Transliteration B: prosanadidōmi Transliteration C: prosanadidomi Beta Code: prosanadi/dwmi

English (LSJ)

   A distribute or give out besides, Plb. 10.14.3; τινὶ τὴν ἀσπίδα Plu.2.241f.

German (Pape)

[Seite 749] (s. δίδωμι), dazu od. dabei in die Höhe geben, hinausreichen, Sp.; dazu vertheilen, Pol. 10, 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναδίδωμι: δίδω ἢ διανέμω προσέτι, προσανέδωκε κλίμακας πλείους τῶν πρότερον Πολύβ. 10. 14, 3, Πλούτ. 2. 241F.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναδώσω, ao. προσανέδωκα, etc.
présenter en outre, remettre.
Étymologie: πρός, ἀναδίδωμι.

Greek Monolingual

Α
δίνω ή μοιράζω σε κάποιον κάτι επιπροσθέτως ή κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναδίδωμι «διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω»].

Russian (Dvoretsky)

προσαναδίδωμι: 1) передавать, вручать (τινι τὴν ἀσπίδα Plut.);
2) (дополнительно) раздавать (τι Polyb.).