μελανοκάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελᾰνοκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που έχει μαύρη [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''μελᾰνοκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που έχει μαύρη [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελᾰνοκάρδιος:''' с черным сердцем, т. е. страшный (Στυγὸς [[πέτρα]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A black-hearted, Στυγὸς πέτρα Ar.Ra.470.
German (Pape)
[Seite 119] schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων καρδίαν μέλαιναν, ὠμός, σκληρός, Στυγὸς πέτρα Ἀριστοφ. Βάτρ. 470.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur noir, càd cruel, impitoyable.
Étymologie: μέλας, καρδία.
Greek Monolingual
μελανοκάρδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρός, ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρδία (πρβλ. μεγαλο-κάρδιος)).
Greek Monotonic
μελᾰνοκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρόκαρδος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνοκάρδιος: с черным сердцем, т. е. страшный (Στυγὸς πέτρα Arph.).