προΐωξις: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προΐωξις:''' [ῑ], ἡ, [[αναζήτηση]] πρωτιάς, [[επιδίωξη]] διάκρισης, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''προΐωξις:''' [ῑ], ἡ, [[αναζήτηση]] πρωτιάς, [[επιδίωξη]] διάκρισης, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προΐωξις:''' ιος (ῑω) ἡ преследование Hes.
}}
}}

Revision as of 11:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προΐωξις Medium diacritics: προΐωξις Low diacritics: προΐωξις Capitals: ΠΡΟΪΩΞΙΣ
Transliteration A: proḯōxis Transliteration B: proiōxis Transliteration C: proioksis Beta Code: proi/+wcis

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A pursuit of the foremost, opp. παλίωξις, Hes.Sc. 154.

Greek (Liddell-Scott)

προΐωξις: [ῑ], ἡ, προδίωξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παλίωξις, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154, ἔνθα ἴδε Σχόλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de poursuivre, poursuite.
Étymologie: πρό, ἰώκω.

Greek Monolingual

-ώξεως, ἡ, Α
η εκ τών προτέρων καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἴωξις «επίθεση, καταδίωξη στη μάχη»].

Greek Monotonic

προΐωξις: [ῑ], ἡ, αναζήτηση πρωτιάς, επιδίωξη διάκρισης, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

προΐωξις: ιος (ῑω) ἡ преследование Hes.