χρηστόφιλος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρηστόφῐλος:''' -ον, αυτός που έχει καλούς φίλους, σε Αριστ. | |lsmtext='''χρηστόφῐλος:''' -ον, αυτός που έχει καλούς φίλους, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρηστόφῐλος:''' любящий добрых людей Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A possessed of good friends, ib.38. II trusty friend, opp. κακόφιλος, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).146.
German (Pape)
[Seite 1376] gute Menschen od. Handlungen liebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστόφῐλος: -ον, ᾧ χρηστοὶ ἄνδρες φίλοι, ὁ ἔχων φίλους χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les gens de bien.
Étymologie: χρηστός, φίλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους
2. έμπιστος φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -φίλος (< φίλος), πρβλ. πονηρό-φιλος].
Greek Monotonic
χρηστόφῐλος: -ον, αυτός που έχει καλούς φίλους, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
χρηστόφῐλος: любящий добрых людей Arst.