δίαιθρος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίαιθρος:''' -ον ([[αἴθρα]]), [[ολότελα]] [[καθαρός]] και [[αίθριος]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δίαιθρος:''' -ον ([[αἴθρα]]), [[ολότελα]] [[καθαρός]] και [[αίθριος]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίαιθρος:''' ясный (ὁ [[ἀνέφελος]] καὶ δ. περιέχων Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίαιθρος Medium diacritics: δίαιθρος Low diacritics: δίαιθρος Capitals: ΔΙΑΙΘΡΟΣ
Transliteration A: díaithros Transliteration B: diaithros Transliteration C: diaithros Beta Code: di/aiqros

English (LSJ)

ον,

   A clear and fine, Plu.Sull.7; also, = δίυγρος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 579] ganz hell, heiter; neben ἀνέφελος Plut. Sull. 7. Davon

Greek (Liddell-Scott)

δίαιθρος: -ον, ἐντελῶς αἴθριος, ἀνέφελος, Πλούτ. Σύλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait clair ou serein (temps).
Étymologie: διά, αἴθρα.

Spanish (DGE)

-ον
claro, límpido ἐξ ἀνεφέλου καὶ διαίθρου τοῦ περιέχοντος del espacio sin nubes y límpido Plu.Sull.7, cf. Hsch.δ 1038.

Greek Monolingual

δίαιθρος, -ον (Α) αίθρη
ξάστερος, ανέφελος, αίθριος.

Greek Monotonic

δίαιθρος: -ον (αἴθρα), ολότελα καθαρός και αίθριος, ανέφελος, ξάστερος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δίαιθρος: ясный (ὁ ἀνέφελος καὶ δ. περιέχων Plut.).