κενεαυχής: Difference between revisions
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κενεαυχής:''' -ές ([[αὐχή]]), [[κενόδοξος]], [[μάταιος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κενεαυχής:''' -ές ([[αὐχή]]), [[κενόδοξος]], [[μάταιος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κενεαυχής:''' Hom., Diog. L. = [[κεναυχής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (αὔχη)
A vain-glorious, κενεαυχέες ἠγοράασθε Il.8.230; κενεαυχέα πλοῦτον AP7.117 (Zenod.), cf. POxy.1015.19 (v.l.):— later κεναυχής, ές, Plu.2.103e; τὸ κ. κάλλος AP12.145.
German (Pape)
[Seite 1416] ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. κεναυχής.
Greek (Liddell-Scott)
κενεαυχής: -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, κενόδοξος, μάταιος, κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, κεναυχής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ion. c. κεναυχής.
English (Autenrieth)
ές (αὐχέω): emptily or idly boasting, Il. 8.230†.
Greek Monolingual
κενεαυχής και κεναυχής, -ές (Α)
αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο)- (πρβλ. κενο-) + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ-αυχής, πολυ-αυχής].
Greek Monotonic
κενεαυχής: -ές (αὐχή), κενόδοξος, μάταιος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κενεαυχής: Hom., Diog. L. = κεναυχής.