κεραύνειος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραύνειος:''' -ον ([[κεραυνός]]), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.
|lsmtext='''κεραύνειος:''' -ον ([[κεραυνός]]), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραύνειος:''' поражающий громом, мечущий молнии ([[Ζεύς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραύνειος Medium diacritics: κεραύνειος Low diacritics: κεραύνειος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΕΙΟΣ
Transliteration A: keraúneios Transliteration B: kerauneios Transliteration C: kerayneios Beta Code: kerau/neios

English (LSJ)

ον,

   A wielding the thunder, Ζεύς AP7.49 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 1422] Ζεύς, der den Donnerkeil schleudert, Bian. 13 (VII, 49).

Greek (Liddell-Scott)

κεραύνειος: -ον, ὁ τὸν κεραυνὸν χειριζόμενος, Ζεὺς Ἀνθολογ. Π. 7. 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance la foudre (ép. de Zeus).
Étymologie: κεραυνός.

Greek Monolingual

κεράνειος, -ον (Α) κεραυνός
αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.

Greek Monotonic

κεραύνειος: -ον (κεραυνός), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κεραύνειος: поражающий громом, мечущий молнии (Ζεύς Anth.).