ἀποπροαιρέω: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπροαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-προεῖλον</i>· [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από, <i>σίτου ἀποπροελθών</i>, έχοντας αφαιρέσει [[μέρος]] του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀποπροαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-προεῖλον</i>· [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από, <i>σίτου ἀποπροελθών</i>, έχοντας αφαιρέσει [[μέρος]] του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπροαιρέω:''' брать (от чего-л.): σίτου [[ἀποπροελών]] Hom. взяв хлеба.
}}
}}

Revision as of 12:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπροαιρέω Medium diacritics: ἀποπροαιρέω Low diacritics: αποπροαιρέω Capitals: ΑΠΟΠΡΟΑΙΡΕΩ
Transliteration A: apoproairéō Transliteration B: apoproaireō Transliteration C: apoproaireo Beta Code: a)poproaire/w

English (LSJ)

   A take away from, σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι having taken some of the bread to give it away, Od.17.457.

German (Pape)

[Seite 320] (s. αἱρέω), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι Od. 17, 457.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροαιρέω: ἀφαιρῶ μέρος ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι, ἀποπροτεμών, ἀποκόψας μέρος τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. ao.2 ἀποπροελών;
prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.
Étymologie: ἀπό, προαιρέω.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀποπροελών: take away from; τινός, Od. 17.457†.

Spanish (DGE)

extraer, coger c. gen. σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι habiendo cogido pan para darlo, Od.17.457.

Greek Monotonic

ἀποπροαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -προεῖλον· αφαιρώ μέρος από, σίτου ἀποπροελθών, έχοντας αφαιρέσει μέρος του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπροαιρέω: брать (от чего-л.): σίτου ἀποπροελών Hom. взяв хлеба.