τρισόλβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐσόλβιος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[ευδαίμων]], εξαιρετικά [[ευτυχής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τρῐσόλβιος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[ευδαίμων]], εξαιρετικά [[ευτυχής]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=τρισ-όλβιος -ον, ook los τρὶς ὄλβιος driewerf welvarend, driewerf gelukkig.
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισόλβιος Medium diacritics: τρισόλβιος Low diacritics: τρισόλβιος Capitals: ΤΡΙΣΟΛΒΙΟΣ
Transliteration A: trisólbios Transliteration B: trisolbios Transliteration C: trisolvios Beta Code: triso/lbios

English (LSJ)

ον,

   A thrice happy or fortunate, S.Fr.837, Ar.Ec.1129, Philem.93.1, Luc. Nigr.1; divisim, τρὶς δ' ὄλβια κύματα AP12.52 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐσόλβιος: -ον, τρὶς ὄλβιος, εὐδαίμων, τρισμάκαρ, Σοφ. Ἀποσπ. 719, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1129, κλπ.· διῃρημένως, τρὶς δ’ ὄλβια κύματα Ἀνθ. Π. 12. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois heureux, bienheureux.
Étymologie: τρίς, ὄλβιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / τρισόλβιος, -ον, ΝΜΑ
πανευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + ὄλβιος «ευτυχισμένος»].

Greek Monotonic

τρῐσόλβιος: -ον, τρεις φορές ευδαίμων, εξαιρετικά ευτυχής, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-όλβιος -ον, ook los τρὶς ὄλβιος driewerf welvarend, driewerf gelukkig.