ὄνωνις: Difference between revisions
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
(29) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α ὀνωνίς, και [[ὄνωνις]] και ὄνωσις)<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], στην [[οικογένεια]] [[φαβίδες]] και έχει 70 [[περίπου]] είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]] και [[είναι]] γνωστά, τα κυριότερα, με τις κοινές ονομασίες παλαμίδι ή ανωνίδα ή πλαταμωνίδα ή έλινας, [[βάλσαμο]] ή βαλσαμόχορτο και προκόχορτο<br /><b>αρχ.</b><br />ενοχλητικό [[φυτό]], πιθ. με [[λογοπαίγνιο]] στη λ. όνος («ἐς πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[ὄνος]], [[αλλά]] [[είναι]] [[δυσερμήνευτος]] ο [[σχηματισμός]] του]. | |mltxt=η (Α ὀνωνίς, και [[ὄνωνις]] και ὄνωσις)<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], στην [[οικογένεια]] [[φαβίδες]] και έχει 70 [[περίπου]] είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]] και [[είναι]] γνωστά, τα κυριότερα, με τις κοινές ονομασίες παλαμίδι ή ανωνίδα ή πλαταμωνίδα ή έλινας, [[βάλσαμο]] ή βαλσαμόχορτο και προκόχορτο<br /><b>αρχ.</b><br />ενοχλητικό [[φυτό]], πιθ. με [[λογοπαίγνιο]] στη λ. όνος («ἐς πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[ὄνος]], [[αλλά]] [[είναι]] [[δυσερμήνευτος]] ο [[σχηματισμός]] του]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄνωνις:''' ιδος ἡ (acc. ὄνωνιν) бот. ононида, воловья трава (Ononis arvensis) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
or ὀνωνίς, ιδος, ἡ,
A rest-harrow, Ononis antiquorum, Thphr. HP6.1.3, Dsc.3.131 ; τρηχεῖαν ὄνωνιν Call.Fr.anon.366 (ap.Plu.2.44e, al., v.l. ἄνωνιν): metaph., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα this troublesome weed (perh. with a play on ὄνος), Com.Adesp.438.
German (Pape)
[Seite 351] ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνωνις: -ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν (ἴσως μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ὄνος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 537· - ἴδε ὄνοσμα. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. σ. 349.
French (Bailly abrégé)
ὀνώνιδος (ἡ) :
sorte de plante légumineuse odorante.
Étymologie: DELG ὄνος.
Greek Monolingual
η (Α ὀνωνίς, και ὄνωνις και ὄνωσις)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, στην οικογένεια φαβίδες και έχει 70 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά, τα κυριότερα, με τις κοινές ονομασίες παλαμίδι ή ανωνίδα ή πλαταμωνίδα ή έλινας, βάλσαμο ή βαλσαμόχορτο και προκόχορτο
αρχ.
ενοχλητικό φυτό, πιθ. με λογοπαίγνιο στη λ. όνος («ἐς πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ὄνος, αλλά είναι δυσερμήνευτος ο σχηματισμός του].
Russian (Dvoretsky)
ὄνωνις: ιδος ἡ (acc. ὄνωνιν) бот. ононида, воловья трава (Ononis arvensis) Plut.