ἑξάγωνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάγωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι [[κάτοπτρον]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάγωνο</i><br />γεωμετρικό [[σχήμα]] με έξι πλευρές και έξι γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γωνος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>γων</i>.- της λ. [[γωνία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τρίγωνος]], [[τετράγωνος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάγωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι [[κάτοπτρον]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάγωνο</i><br />γεωμετρικό [[σχήμα]] με έξι πλευρές και έξι γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γωνος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>γων</i>.- της λ. [[γωνία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τρίγωνος]], [[τετράγωνος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξάγωνος:''' шестиугольный (τὰ [[κηρία]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάγωνος Medium diacritics: ἑξάγωνος Low diacritics: εξάγωνος Capitals: ΕΞΑΓΩΝΟΣ
Transliteration A: hexágōnos Transliteration B: hexagōnos Transliteration C: eksagonos Beta Code: e(ca/gwnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A hexagonal, Arist.Cael.306b7, HA554b25; δακτύλιος SIG2588.189: Math., ἀριθμός Nicom.Ar.2.11.    II Astrol., in sextile aspect, Vett. Val.20.2.

German (Pape)

[Seite 862] = ἑξαγώνιος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάγωνος: -ον, ὁ ἔχων ἓξ γωνίας, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 23, 2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1hexagonal τὰ κηρία ref. a las celdillas de los panales de las abejas, Arist.HA 554b25, Gr.Naz.M.36.620A, (δακτύλιος) ID 442B.189 (II a.C.), κάτοπτρον D.S.26.18, ἡ βάσις ... ἑ. Hero Metr.2.3, φάσις Aristid.Quint.125.7
subst. τὰ ἑ. celdillas hexagonales de las abejas, Origenes Cels.4.82.
2 arit. (ἀριθμοί) ἑξάγωνοι números hexagonales los que integran la serie 1, 6, 15, 28 ... obtenidos mediante la suma al resultado anterior de cuatro unidades más cada vez, Nicom.Ar.2.7, 11, Theo Sm.40
geom., subst. τὸ ἑξάγωνον hexágono Arist.Cael.306b7, Euc.4.15, Archim.Fr.1, Aristarch.Sam.Hyp.7, Hero Metr.2.3, Hypsicl.Disp.1, PKöln 52.65 (III d.C.).
3 astrol. dispuesto en hexágono, que configura un aspecto sextil ἀστέρες Doroth.353.32, συσχηματισμοί Ptol.Tetr.1.14.3, ἑξάγωνοι ... πρὸς ἀλλήλους Venus y la Luna, Vett.Val.73.6, cf. Ptol.Tetr.3.5.8, δορυφορίαι Heph.Astr.1.17.3, de una de las fases del ciclo lunar, Gal.9.902
subst. τὸ ἑ. aspecto sextil Ptol.Tetr.1.14.2, Heph.Astr.2.23.2.
II adv. -ως astrol. en aspecto sextil Heph.Astr.Epit.4.99.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι κάτοπτρον»)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάγωνο
γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -γωνος < θ. γων.- της λ. γωνία (πρβλ. τρίγωνος, τετράγωνος κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἑξάγωνος: шестиугольный (τὰ κηρία Arst.).