ἀξιομίσητος: Difference between revisions
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιομίσητος]], -ον)<br />αυτός που αξίζει να τον μισεί [[κανείς]], ο [[μισητός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιομίσητος]], -ον)<br />αυτός που αξίζει να τον μισεί [[κανείς]], ο [[μισητός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀξιομίσητος:''' (μῑ) достойный ненависти, ненавистный Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον, = foreg., Plu.2.10a, 537d, D.C.38.44:—also ἀξιόμῑσος, ον, A.Eu.366 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 270] dasselbe, Plut. ed. lib. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
haïssable.
Étymologie: ἄξιος, μισέω.
Spanish (DGE)
-ον digno de odio πολλοί Plu.2.537c, cf. 2.10a, D.C.38.44.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιομίσητος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον μισεί κανείς, ο μισητός.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιομίσητος: (μῑ) достойный ненависти, ненавистный Plut.