προσεπιγίγνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(34) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐπιγί</i>(<i>γ</i>)<i>νομαι]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], [[έρχομαι]] επί [[πλέον]], [[προστίθεμαι]] («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] κι εγώ [[διαφορετικός]]. | |mltxt=Α [[ἐπιγί</i>(<i>γ</i>)<i>νομαι]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], [[έρχομαι]] επί [[πλέον]], [[προστίθεμαι]] («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] κι εγώ [[διαφορετικός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-επιγίγνομαι er ook nog bij komen. Hp. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be added, supervene, Hp.Morb.1.19, Plb.4.45.10. II become as well, turn out in addition, π. εὐκλεεῖς Plu.Aob.19.
German (Pape)
[Seite 760] (s. γίγνομαι), noch dazu werden, sein, noch dazukommen, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιγίγνομαι: ἀποθ., προστίθεμαι, Ἱππ. 454. 15, Πολύβ. 4. 45, 10.
Greek Monolingual
Α [[ἐπιγί(γ)νομαι]]
1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.)
2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επιγίγνομαι er ook nog bij komen. Hp.