προσεπιγίγνομαι
English (LSJ)
A to be added, supervene, Hp.Morb.1.19, Plb.4.45.10.
II become as well, turn out in addition, π. εὐκλεεῖς Plu.Aob.19.
German (Pape)
[Seite 760] (s. γίγνομαι), noch dazu werden, sein, noch dazukommen, Hippocr. u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιγίγνομαι: привходить, присоединяться (προσεπιγενομένων Γαλατῶν αὐτοῖς Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιγίγνομαι: ἀποθ., προστίθεμαι, Ἱππ. 454. 15, Πολύβ. 4. 45, 10.
Greek Monolingual
Α ἐπιγίγνομαι, ἐπιγίνομαι
1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.)
2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επιγίγνομαι er ook nog bij komen. Hp.