διευλαβέομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐευλᾰβέομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηυλαβήθην</i>, αποθ., [[παίρνω]] καλές προφυλάξεις, [[προσέχω]], βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]] [[απέναντι]] σε, με αιτ. ή γέν., σε Πλάτ.
|lsmtext='''δῐευλᾰβέομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηυλαβήθην</i>, αποθ., [[παίρνω]] καλές προφυλάξεις, [[προσέχω]], βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]] [[απέναντι]] σε, με αιτ. ή γέν., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διευλᾰβέομαι:''' (aor. διηυλαβήθην)<br /><b class="num">1)</b> тщательно остерегаться, всячески беречься, избегать (τι Plat., Arst., Plut. и τινος Plat.; μὴ [[παθεῖν]] и μὴ στρέφηται τὰ κῶλα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> уважать, почитать (τινα ὡς πατέρα Plat.).
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διευλᾰβέομαι Medium diacritics: διευλαβέομαι Low diacritics: διευλαβέομαι Capitals: ΔΙΕΥΛΑΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: dieulabéomai Transliteration B: dieulabeomai Transliteration C: dievlaveomai Beta Code: dieulabe/omai

English (LSJ)

aor.

   A -ηυλαβήθην Pl.Lg.843e:—take good heed to, beware of, be on one's guard against, c. acc., Id.Phd.81e, Lg.797a, LXXDe.28.60, Plb.14.2.7, etc.: c. gen., Pl.Lg.843e; δ. μὴ . . ib.789e; but δ. μὴ παθεῖν Id.Ep.351c.    2 reverence, τινά Id.Lg.879c.

Greek (Liddell-Scott)

δῐευλᾰβέομαι: ἀόρ. -ηυλαβήθην Πλάτ. Νόμ. 843Ε· ἀποθ.· -προσέχω πολύ, προφυλάττομαι πολὺ ἀπό τινος, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. Φαίδωνι 81Ε, Νόμ. 797Α· μετὰ γεν., αὐτόθι 843Ε· δ. μὴ… αὐτόθι 789Ε· ἀλλά, δ. μὴ παθεῖν Ἐπ. Πλάτ. 351C. 2) σέβομαι, τιμῶ, τινα ὡς πατέρα αὐτόθι 879C.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 prendre ses précautions, se garder avec soin;
2 vénérer, respecter.
Étymologie: διά, εὐλαβέομαι.

Spanish (DGE)

I 1tener cuidado con ἐὰν πυρεύων τὴν ὕλην μὴ διευλαβηθῇ τὴν τοῦ γείτονος si al hacer una hoguera no tiene cuidado con el bosque del vecino Pl.Lg.843e
respetar τὸν δὲ προέχοντα εἴκοσιν ἡλικίας ἔτεσιν Pl.Lg.879c.
2 guardarse de, evitar τό γε σφόδρα ἄτοπον Pl.Lg.797a, τὴν σμικρολογίαν ... διευλαβεῖσθαι καὶ φεύγειν Plu.2.7a, τὰς τοιαύτας ἐπιπλήξεις D.61.18, cf. 19.119, (τὴν ὀδύνην) LXX De.28.60, τὸν υἱὸν Ἀντιόχου LXX 2Ma.9.29, cf. Ib.6.16, τὴν τῶν Καρχηδονίων συγκατάθεσιν Plb.14.2.7, c. inf. μηδὲν ἐπὶ πλεῖον κινῆσαι Arist.HA 581b14
c. complet. c. μή cuidarse de que, temer que μή πῃ βίᾳ ἐπερειδομένων στρέφηται τὰ κῶλα Pl.Lg.789e, cf. Ep.351c, μὴ ... φιλοτιμότερος ᾖ πρὸς τὸ βλάπτειν αὐτούς Plb.21.16.5, cf. 28.7.7, Hld.10.36.1.
II intr.
1 contenerse, ser prudente Pl.Phd.81e, Plu.2.90a.
2 en v. med.-pas. tener miedo διευλαβηθεὶς ἀνέστρεψεν εἰς Ἔφεσον D.S.14.36.

Greek Monotonic

δῐευλᾰβέομαι: αόρ. αʹ -ηυλαβήθην, αποθ., παίρνω καλές προφυλάξεις, προσέχω, βρίσκομαι σε επιφυλακή απέναντι σε, με αιτ. ή γέν., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διευλᾰβέομαι: (aor. διηυλαβήθην)
1) тщательно остерегаться, всячески беречься, избегать (τι Plat., Arst., Plut. и τινος Plat.; μὴ παθεῖν и μὴ στρέφηται τὰ κῶλα Plat.);
2) уважать, почитать (τινα ὡς πατέρα Plat.).