θυραυλία: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠραυλία:''' ἡ, η [[ζωή]] στο ύπαιθρο, [[κατασκήνωση]], σε Λουκ.
|lsmtext='''θῠραυλία:''' ἡ, η [[ζωή]] στο ύπαιθρο, [[κατασκήνωση]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠραυλία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> жизнь под открытым небом (τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> воен. лагерная жизнь (θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> стояние у чужих дверей (συνεχὴς θ. Luc.).
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠραυλία Medium diacritics: θυραυλία Low diacritics: θυραυλία Capitals: ΘΥΡΑΥΛΙΑ
Transliteration A: thyraulía Transliteration B: thyraulia Transliteration C: thyravlia Beta Code: qurauli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A living out of doors, camping out, Ti.Locr.103b(pl.), etc.; of soldiers, Plu.2.498c; of wild animals, Arist.GA783a19.    II waiting at the door, of lovers, in pl., Ph.1.155, Philostr. Ep.29: sg., Luc.Merc.Cond.10.

German (Pape)

[Seite 1227] ἡ, das vor der Thür die Nacht Zubringen, im Freien Bleiben, Sein, bes. im Kriege; Tim. Locr. 103 b; Arist. gen. an. 5, 3; Luc. de merc. cond. 10.

Greek (Liddell-Scott)

θῠραυλία: ἡ, τὸ αὐλίζεσθαι ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. excubiae, Τιμ. Λοκρ. 103Β, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 5. 3, 20. ΙΙ. τὸ ἀναμένειν εἰς τὴν θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Φίλων 1. 155.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de vivre en plein air ; particul. campement de troupes en plein air.
Étymologie: θύραυλος.

Greek Monolingual

θυραυλία, ἡ (Α) θύραυλος
1. (για στρατιώτες ή για άγρια ζώα) η παραμονή έξω, ο καταυλισμός στο ύπαιθρο
2. (για εραστές) η αναμονή μπροστά στην πόρτα.

Greek Monotonic

θῠραυλία: ἡ, η ζωή στο ύπαιθρο, κατασκήνωση, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θῠραυλία: ἡ тж. pl.
1) жизнь под открытым небом (τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.);
2) воен. лагерная жизнь (θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.);
3) стояние у чужих дверей (συνεχὴς θ. Luc.).