ἐπάχθομαι: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπάχθομαι:''' Παθ., ενοχλούμαι με [[κάτι]], με δοτ., σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐπάχθομαι:''' Παθ., ενοχλούμαι με [[κάτι]], με δοτ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπάχθομαι:''' быть удручаемым, огорчаться (κακοῖς Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:02, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be annoyed at .., κακοῖς E.Hipp.1260.
German (Pape)
[Seite 907] (s. ἄχθομαι), sich belästigt fühlen, betrübt sein, κακοῖς Eur. Hipp. 1260.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάχθομαι: ἄχθομαι ἐπί τινι, οὔθ’ ἥδομαι τοῖσδ’ οὔτ’ ἐπάχθομαι Εὐρ. Ἱππ. 1260.
French (Bailly abrégé)
s’affliger de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἄχθομαι.
Greek Monolingual
ἐπάχθομαι (Α)
στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτι («ἥδομαι τοῑσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῑς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].
Greek Monotonic
ἐπάχθομαι: Παθ., ενοχλούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάχθομαι: быть удручаемым, огорчаться (κακοῖς Eur.).