δορίμαργος: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δορίμαργος:''' -ον, αυτός που αγαπά με [[πάθος]] το [[δόρυ]], δηλ. τον πόλεμο, [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμοχαρής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δορίμαργος:''' -ον, αυτός που αγαπά με [[πάθος]] το [[δόρυ]], δηλ. τον πόλεμο, [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμοχαρής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορίμαργος:''' Aesch. = [[δοριμανής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:03, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A raging with the spear, A.Th.687 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 658] kampfgierig, ἄτα, Aesch. Spt. 669.
Greek (Liddell-Scott)
δορίμαργος: -ον, = τῷ προηγ., Αἰσχύλ. Θηβ. 687.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
saisi d’une fureur belliqueuse.
Étymologie: δόρυ, μάργος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
enloquecido por la lanza μὴ ... σε ... δ. ἄτα φερέτω A.Th.687.
Greek Monolingual
δορίμαργος, -ον (Α)
δοριμανής.
Greek Monotonic
δορίμαργος: -ον, αυτός που αγαπά με πάθος το δόρυ, δηλ. τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δορίμαργος: Aesch. = δοριμανής.