δορίμαργος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
δορίμαργον, raging with the spear, A.Th.687 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
enloquecido por la lanza μὴ ... σε ... δ. ἄτα φερέτω A.Th.687.
German (Pape)
[Seite 658] kampfgierig, ἄτα, Aesch. Spt. 669.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
saisi d'une fureur belliqueuse.
Étymologie: δόρυ, μάργος.
Russian (Dvoretsky)
δορίμαργος: Aesch. = δοριμανής.
Greek (Liddell-Scott)
δορίμαργος: -ον, = τῷ προηγ., Αἰσχύλ. Θηβ. 687.
Greek Monolingual
δορίμαργος, -ον (Α)
δοριμανής.
Greek Monotonic
δορίμαργος: -ον, αυτός που αγαπά με πάθος το δόρυ, δηλ. τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.