ἀντιβάκχειος: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(4) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιβάκχειος]], ο (Α)<br />[[μετρικός]] [[πους]] από δύο μακρές και μία βραχεία [[συλλαβή]], [[αλλιώς]] [[παλιμβάκχειος]] (-υ). | |mltxt=[[ἀντιβάκχειος]], ο (Α)<br />[[μετρικός]] [[πους]] από δύο μακρές και μία βραχεία [[συλλαβή]], [[αλλιώς]] [[παλιμβάκχειος]] (-υ). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιβάκχειος:''' и ἀντίβακχος ὁ стих. антибакхий (стопа – – ∪ или ∪ – –). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
(sc. πούς), ὁ, the foot - -, Diom.1.513 K., al.: —also ἀντί-βακχος, ὁ, Ter.Maur.1411.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβάκχειος: ἢ παλιμβάκχειος, ποὺς --υ, ὡς λείποισθε, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν βακχεῖον υ-- ὡς λιπόντων.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀντίβακχος Ter.Maur.367
métr. el antibaqueo (sc. πούς) e.e. ¯¯˘¯˘˘ Diom.1.513.25, cf. Mar.Vict.p.207, Ter.Maur.l.c.
Greek Monolingual
ἀντιβάκχειος, ο (Α)
μετρικός πους από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή, αλλιώς παλιμβάκχειος (-υ).
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβάκχειος: и ἀντίβακχος ὁ стих. антибакхий (стопа – – ∪ или ∪ – –).