ἐπεισπαίω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισπαίω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εισβάλλω]], <i>εἰς τὴν οἰκίαν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπεισπαίω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εισβάλλω]], <i>εἰς τὴν οἰκίαν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισπαίω:''' врываться, вторгаться (εἰς τὴν οἰκίαν Arph.) ἐπεισπαίσας Luc. ворвавшись.
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπαίω Medium diacritics: ἐπεισπαίω Low diacritics: επεισπαίω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΑΙΩ
Transliteration A: epeispaíō Transliteration B: epeispaiō Transliteration C: epeispaio Beta Code: e)peispai/w

English (LSJ)

   A burst in, ἐς τὴν οἰκίαν Ar.Pl.805; εἰς τὰ συμπόσια Com.Adesp.439: abs., Luc.DMeretr.15.1.

German (Pape)

[Seite 912] (s. παίω), noch dazu, hinterher hineischlagen, -stürzen, Archil. frg. 119; vgl. Ath. I, 7 f u. Suid.; ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν Ar. Plut. 804; Luc. D. Meretr. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπαίω: εἰσορμῶ αἰφνιδίως, εἰσπηδῶ, εἰσέρχομαι, ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν οὐδὲν ἠδικηκόσι Ἀριστοφ. Πλ. 805· Μυκονίων δίκην ἐπεισπέπαικεν εἰς τὰ συμπόσια Κωμικ. Ἀνώνυμ. 366· - ἀπολ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 1.

French (Bailly abrégé)

tomber sur, fondre sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπαίω.

Greek Monolingual

ἐπεισπαίω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά («ἡμῑν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν», Αριστοφ.)
2. προσκρούω, πέφτω επάνω («τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισπαίω «προσκρούω»].

Greek Monotonic

ἐπεισπαίω: μέλ. -σω, εισβάλλω, εἰς τὴν οἰκίαν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπαίω: врываться, вторгаться (εἰς τὴν οἰκίαν Arph.) ἐπεισπαίσας Luc. ворвавшись.