πραΰτης: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(nl) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πραΰτης -ητος, ἡ zie πραότης. | |elnltext=πραΰτης -ητος, ἡ zie πραότης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρᾱΰτης:''' ητος ἡ NT = [[πρᾳότης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A v. πραότης.
German (Pape)
[Seite 697] ητος, ἡ, Sanftheit, Sp. Gebräuchlicher ist πραότης.
English (Strong)
from πραΰς; mildness, i.e. (by implication) humility: meekness.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α
βλ. πραότητα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πραΰτης -ητος, ἡ zie πραότης.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱΰτης: ητος ἡ NT = πρᾳότης.