προσομοιόω: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσομοιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γίνομαι]] όμοιος, [[μοιάζω]], <i>τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ</i>, <i>τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''προσομοιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γίνομαι]] όμοιος, [[μοιάζω]], <i>τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ</i>, <i>τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι</i>, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσομοιόω:''' <b class="num">1)</b> уподоблять (τί τινι Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> быть похожим, походить (ἀνθρώπῳ τὴν σύνεσιν Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A compare, τινί τι D.L.7.40. 2 intr., to be like, resemble, τὴν σύνεσιν αὐτοῦ π. ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι D.60.30:—in pf. Pass., προσωμοιῶσθαι Poll.9.131. 3 represent in art, D.Chr.12.77.
German (Pape)
[Seite 774] vergleichen, D. L. 7, 40; τὴν σύνεσιν αὐτὸν προσομοιοῦν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, Dem. 60, 30, kann auch intr. sein: ähnlich sein.
Greek (Liddell-Scott)
προσομοιόω: κάμνω τι ὅμοιον, τινί τι Διογ. Λ. 7. 40. 2) γίνομαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι Δημ. 1398. 24· ἐν τῷ παθ. πρκμ., προσωμοιῶσθαι Πολυδ. Θ´, 131.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. assimiler à, τινι;
2 intr. être semblable à, τινι.
Étymologie: προσόμοιος.
Greek Monotonic
προσομοιόω: μέλ. -ώσω, γίνομαι όμοιος, μοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προσομοιόω: 1) уподоблять (τί τινι Diog. L.);
2) быть похожим, походить (ἀνθρώπῳ τὴν σύνεσιν Dem.).