δυσκαταμάχητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM δυακαταμάχητος, -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταπολεμάται, ο δυσκολονίκητος.
|mltxt=-η, -ο (AM δυακαταμάχητος, -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταπολεμάται, ο δυσκολονίκητος.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκαταμάχητος:''' трудно одолимый ([[ταῦρος]] ἀγριώτατος καὶ [[παντελῶς]] δ. Diod.).
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκαταμάχητος Medium diacritics: δυσκαταμάχητος Low diacritics: δυσκαταμάχητος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskatamáchētos Transliteration B: dyskatamachētos Transliteration C: dyskatamachitos Beta Code: duskatama/xhtos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A hard to overcome, D.S.3.35; νόσος (sc. πενία) Lib.Decl.34.4.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bekämpfen, D. Sic. 3, 35; auch von Krankheiten, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαταμάχητος: -ον, δυσκόλως καταβαλλόμενος, δυσκατανίκητος, Διόδ. 3. 35.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de vencer ὁ σαρκοφάγος ταῦρος D.S.3.35, νόσος Erot.43.16
fig., de pers. en sent. amoroso νενίκηται ἡ δ. Hld.4.7.1, de la pobreza, Lib.Decl.34.4
difícil de conquistar, atacar χώρα Iust.Nou.28.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυακαταμάχητος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταπολεμάται, ο δυσκολονίκητος.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαταμάχητος: трудно одолимый (ταῦρος ἀγριώτατος καὶ παντελῶς δ. Diod.).