πλάθανον: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(nl) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλάθανον -ου, τό [πλάττω] kneedplank. | |elnltext=πλάθανον -ου, τό [πλάττω] kneedplank. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλάθᾰνον:''' τό, v. l. [[πλαθάνη]] ἡ (λᾰ) доска или лист для печения Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A dish or mould in which bread, cakes, etc. were baked, Theoc.15.115, Nic.Fr.70.2, Poll.7.22, etc.: hence the baking-woman in Ar.Ra. is called Πλαθάνη; cf. πλαθά, κοροπλάθος.
German (Pape)
[Seite 624] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
Greek (Liddell-Scott)
πλάθᾰνον: [ᾰ], τό, (πλατὺς) πλαστήριον ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― ἐντεῦθεν ἡ δούλη ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― ἄμυλος πλαθανίτας [ῑ], πλακούντιον ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
plateau rond pour faire le pain ou la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.
Étymologie: πλατύς.
Greek Monotonic
πλάθᾰνον: [ᾰ], τό (πλατύς), πλαστήρι, καλούπι, σκεύος στο οποίο ψήνονται τα γλυκίσματα, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάθανον -ου, τό [πλάττω] kneedplank.
Russian (Dvoretsky)
πλάθᾰνον: τό, v. l. πλαθάνη ἡ (λᾰ) доска или лист для печения Theocr.