νεοσσιά: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοσσιά:''' ἡ ([[νεοσσός]]), Ιων. -ιή, Αττ. [[νεοττιά]], μεταγεν. [[νοσσιά]], [[φωλιά]] για κλωσόπουλα, [[φωλιά]], σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''νεοσσιά:''' ἡ ([[νεοσσός]]), Ιων. -ιή, Αττ. [[νεοττιά]], μεταγεν. [[νοσσιά]], [[φωλιά]] για κλωσόπουλα, [[φωλιά]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσσιά:''' атт. [[νεοττιά]], ион. νεοσσιή гнездо Her., Xen., Plat., Arph., Arst. etc.
}}
}}

Revision as of 13:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσιά Medium diacritics: νεοσσιά Low diacritics: νεοσσιά Capitals: ΝΕΟΣΣΙΑ
Transliteration A: neossiá Transliteration B: neossia Transliteration C: neossia Beta Code: neossia/

English (LSJ)

Ion. νεοσσ-ιή, Att. νεοττιά, later νοσσιά, Ion. νοσσιή, ἡ,

   A nest of young birds, Id.3.111, Ar.Av.642, Pl.R.548a, Thphr.CP 4.5.7 (in the form νοσσιῶν); νεοττιὰς ποιεῖσθαι, νεοττιὰν ποιεῖν, Arist. HA613b6, 618a8.    2 brood of young birds, Lycurg.132, Dsc.Eup. 1.21, Ev.Luc.13.34; ν. χελιδόνων Men.Pk.278: metaph., ν. τέκνων Com.Adesp.873 (= Trag.Adesp.189).    3 lair, ἐφ' ἧς ἀλώπηξ νοσσιὴν πεποίηται Herod.7.72.    4 beehive, LXX 4 Ma.14.19.

German (Pape)

[Seite 244] ἡ, att, νεοττιά, das Rest mid den Jungen; Ar. Av. 841; Lycurg. 132; νεοσσιή, Her. 3, 112; Plat. Rep. VIII, 548 a, wo der Accent schwankt; auch die Jungen selbst, die Brut der Vögel.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσιά: Ἰων. -ιή, Ἀττ. νεοττιά, ἡ˙ - καλιὰ μικρῶν στρουθίων, Ἡροδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 641, Πλάτ. Πολ. 548Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 5, 7 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφ. νοσσιῶν)˙ νεοττιὰν ποιεῖσθαι, Λατ. nidificare, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 6. 1, 6 κτλ. 2) γόνος νεαρῶν πτηνῶν, Λυκοῦργ. 166. 33. 3) κυψέλη μελισσῶν, Ἰωσήπ. Μακκ. 14 ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
nid.
Étymologie: νεοττός.

Greek Monolingual

και νοσσιά, η (ΑΜ νεοσσιά και νοσσιά, Α αττ. τ. νεοττιά και ιων. τ. ν[ε]οσσιή, Μ και νοσσία) νεοσσός
1. φωλιά πουλιών με νεογέννητα
2. (κατ' επέκτ.) το νεογνό τών πουλιών, ο νεοσσός
αρχ.
1. (γενικά) φωλιά ζώων
2. (περιλπτ.) οικογένεια νεοσσών («ἠθέλησα ἐπισάυνξαι τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ)
3. κυψέλη μελισσών («τῷ κέντρῳ πλήσσουσι τοὺς προσιόντας τῄ νεοσσιᾷ αὐτῶν», ΠΔ).

Greek Monotonic

νεοσσιά: ἡ (νεοσσός), Ιων. -ιή, Αττ. νεοττιά, μεταγεν. νοσσιά, φωλιά για κλωσόπουλα, φωλιά, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσιά: атт. νεοττιά, ион. νεοσσιή гнездо Her., Xen., Plat., Arph., Arst. etc.