ταριχηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και συντετμημένος τ. [[ταρχηρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[σκεύος]]) [[κατάλληλος]] για την [[εναπόθεση]] παστών τροφίμων<br /><b>3.</b> (για τρόφιμα) παστωμένος<br /><b>4.</b> [[παλαιός]] («ταριχηρὸν [[οὖρον]]», πάπ.)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ταριχηρός]]<br />ο [[ταριχευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάριχος]] «παστό [[ψάρι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οξ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=και συντετμημένος τ. [[ταρχηρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[σκεύος]]) [[κατάλληλος]] για την [[εναπόθεση]] παστών τροφίμων<br /><b>3.</b> (για τρόφιμα) παστωμένος<br /><b>4.</b> [[παλαιός]] («ταριχηρὸν [[οὖρον]]», πάπ.)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ταριχηρός]]<br />ο [[ταριχευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάριχος]] «παστό [[ψάρι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οξ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρῑχηρός:''' <b class="num">1)</b> служащий для засолки ([[γάρος]] Soph.; [[κεράμιον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> издаваемый засоленной пищей ([[ὀσμή]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχηρός Medium diacritics: ταριχηρός Low diacritics: ταριχηρός Capitals: ΤΑΡΙΧΗΡΟΣ
Transliteration A: tarichērós Transliteration B: tarichēros Transliteration C: tarichiros Beta Code: tarixhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A of or for pickled food, τ. κεράμιον a pickling-jar, Arist.HA534a21; τ. ὀσμαί of it, ib.19; τ. γάρος salt fish pickle, S.Fr.606; τὰ τ., opp. τὰ πρόσφατα, Gal.6.351; κρέας τ. Chrysipp.Stoic.3.199, cf. PPetr.3p.167 (iii B.C.), Arr.An.4.21.10, Gal.15.739; φαληρίδες Cleomenes ap.Ath.9.393c.    2 stale, οὖρον PHolm.6.6.    II -ηρός, ὁ, pickler, τετάρτη -ηρῶν PPetr.3p.300 (iii B.C.); ἡ σύνταξις ἡ τῶν σειτοποιῶν καὶ τῶν τ. PFay.15.4 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1071] zum τάριχος gehörig, ἀγγεῖον, ein Faß dazu, Arist. H. A. 4, 8; eingesalzen, eingepökelt, eingemacht, Ath. III, 119 a.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχηρός: -ά, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ταρίχη, εἰς παστὰ εἴδη τροφῆς (τάριχος), τ. κεράμιον ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ταρίχων, παστῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21· τ. ὀσμή, ὀσμὴ παστῶν, αὐτόθι 20 τ. γάρος, γάρος ταρίχων, Σοφ. Ἀποσπ. 531 (ἐν τῷ συντετμημένῳ τύπῳ ταρχηρός)· κρέας τ., παστόν, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 137Ε, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 21· φαληρίδες Κλεομ. παρ’ Ἀθην. 393C.

Greek Monolingual

και συντετμημένος τ. ταρχηρός, -ά, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα
2. (ιδίως για σκεύος) κατάλληλος για την εναπόθεση παστών τροφίμων
3. (για τρόφιμα) παστωμένος
4. παλαιός («ταριχηρὸν οὖρον», πάπ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ταριχηρός
ο ταριχευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. οξ-ηρός)].

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχηρός: 1) служащий для засолки (γάρος Soph.; κεράμιον Arst.);
2) издаваемый засоленной пищей (ὀσμή Arst.).