χρησμαγόρης: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρησμᾰγόρης:''' -ου, ὁ ([[ἀγορεύω]]), αυτός που προφέρει χρησμούς, [[προφήτης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''χρησμᾰγόρης:''' -ου, ὁ ([[ἀγορεύω]]), αυτός που προφέρει χρησμούς, [[προφήτης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρησμᾰγόρης:''' ου adj. m прорицающий, вещий ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 13:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: {{{Full diacritics}}} Medium diacritics: χρησμαγόρης Low diacritics: {{{Low diacritics}}} Capitals: ΧΡΗΣΜΑΓΟΡΗΣ
Transliteration A: chrēsmagórēs Transliteration B: chrēsmagorēs Transliteration C: chrismagoris Beta Code: xrhsmago/rhs

English (LSJ)

ου, ,

   A utterer of oracles, of Apollo, AP9.525.23.

German (Pape)

[Seite 1375] , = χρησμηγόρας, so heißt Apollo, Hymn. (IX, 525).

Greek (Liddell-Scott)

χρησμαγόρης: -ον, , (ἀγορεύω) δίδων ἢ ἀπαγγέλλων χρησμούς, μάντις, προφήτης, Ἀνθ. Π. 9. 525.

French (Bailly abrégé)

ου () :
qui prononce des oracles, prophète.
Étymologie: χρησμός, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) χρησμοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ-αγόρης].

Greek Monotonic

χρησμᾰγόρης: -ου, ὁ (ἀγορεύω), αυτός που προφέρει χρησμούς, προφήτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χρησμᾰγόρης: ου adj. m прорицающий, вещий (Ἀπόλλων Anth.).